- καταπτοούμαι
- καταπτοούμαι, καταπτοήθηκα, καταπτοημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξενοφωνώ — ξενοφωνῶ, έω (Α) [ξενόφωνος] 1. μιλώ ή ηχώ παράξενα 2. λέγω παράξενα, παράδοξα πράγματα 3. παθ. ξενοφωνοῡμαι, έομαι α) ακούω παράξενες φωνές («ταράττονται ξενοφωνούμενα», Κύριλλ.) β) καταπτοούμαι από παράδοξες εκφράσεις … Dictionary of Greek
προκατορρωδώ — έω, Α φοβάμαι πολύ, δειλιάζω και καταπτοούμαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κατορρωδῶ «φοβάμαι υπερβολικά»] … Dictionary of Greek